-
1 лекарство
лекарство с το φάρμακο, το γιατρικό· принимать \лекарство πίνω (или παίρνω) το φάρμακο· прописать \лекарство δίνω συνταγή* * *сτο φάρμακο, το γιατρικόпринима́ть лека́рство — πίνω ( или παίρνω) το φάρμακο
прописа́ть лека́рство — δίνω συνταγή
-
2 лекарство
-а ουδ.φάρμακο ιατρικό, γιατρικό, ξαρρωστικό•лекарство от (ή против) кашля φάρμακο για το βήχα•
принять лекарство παίρνω φάρμακο.
-
3 выпить
выпить см. пить \выпить чашку чаю πίνω ένα φλιτζάνι τσάι·\выпить лекарство παίρνω το φάρμακο* * *см. питьвы́пить ча́шку ча́ю — πίνω ένα φλιτζάνι τσάι
вы́пить лека́рство — παίρνω το φάρμακο
-
4 действовать
действовать 1) ενεργώ, δρω 2) (функционировать) λειτουργώ 3) (оказывать действие) επιδρώ· лекарство хо рошо \действоватьует το φάρμακο κάνει καλά 4) юр. ισχύω* * *1) ενεργώ, δρω2) ( функционировать) λειτουργώ3) ( оказывать действие) επιδρώлека́рство хорошо́ де́йствует — το φάρμακο κάνει καλά
4) юр. ισχύω -
5 капать
капать στάζω, σταλάζω \капать лекарство σταλάζω φάρμακο* * *στάζω, σταλάζωка́пать лека́рство — σταλάζω φάρμακο
-
6 наружный
наружный ' εξωτερικός" \наружный вид η εξωτερική Γεμφάνιση· \наружныйое (лекарство) το φάρμακο εξωτερικής χρήσης* * *нару́жный вид — η εξωτερική εμφάνιση
нару́жное (лека́рство) — το φάρμακο εξωτερικής χρήσης
-
7 полоскание
полоскание с 1) (белья и т. п.) το ξέβγαλμα, το πλύσιμο η γαργάρα (горла ) 2) (лекарство) η γαργάρα, το φάρμακο για τη γαργάρα* * *с1) (белья и т. п.) το ξέβγαλμα, το πλύσιμο; η γαργάρα ( горла)2) ( лекарство) η γαργάρα, το φάρμακο για τη γαργάρα -
8 принять
принять 1) (что-л.) παίρνω, λαβαίνω· \принять лекарство παίρνω φάρμακο* \принять ванну κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου 2) (гостя, посетителя ) δέχομαι 3) (на работу и т. п.) προσλαβαίνω 4) (закон, проект ) εγκρίνω 5) (признать) παίρνω για· \принять за знакомого παίρνω κάποιον για γνωστό ◇ \принять участие в... παίρνω μέρος σε...· \принять во внимание λαβαίνω υπόψη μου \приняться (за что-л.) αρχίζω, καταπιάνομαι* * *1) (что-л.) παίρνω, λαβαίνωприня́ть лека́рство — παίρνω φάρμακο
приня́ть ва́нну — κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου
2) (гостя, посетителя) δέχομαι3) (на работу и т. п.) προσλαβαίνω4) (закон, проект) εγκρίνω5) ( признать) παίρνω γιαприня́ть за знако́мого — παίρνω κάποιον για γνωστό
••приня́ть уча́стие в... — παίρνω μέρος σε…
приня́ть во внима́ние — λαβαίνω υπόψη μου
приня́ться (за что-л.) — αρχίζω, καταπιάνομαι
-
9 средство
средство с 1) το μέσο, ο τρόπος; \средствоа связи τα μέσα συγκοινωνίας; использовать все \средствоа χρησιμοποιώ όλα τα μέσα 2) (медицинское и т. л.) το φάρμακο; перевязочные \средствоа οι επίδεσμοι* * *с1) το μέσο, ο τρόποςсре́дства свя́зи — τα μέσα συγκοινωνίας
испо́льзовать все сре́дства — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
2) (медицинское и т. п.) το φάρμακοперевя́зочные сре́дства — οι επίδεσμοι
-
10 лекарство
лекарствос τό φάρμακο[ν], τό γιατρικό; принимать \лекарство πίνω τό φάρμακο, παίρνω τό γιατρικό. -
11 железо
-а ουδ.1. σίδηρος, σίδερο•кованое железо σίδερο ελατό η σφυρήλατο•
листовое -σιδερόφυλλα•
прокатное железо ελκύστρου ή ελάστρου χάλυβας ή σίδερο ή ράβδος ελατή•
брусковое-- σιδερένια ράβδος τετραγωνικής διατομής•
кровельное железо λαμαρίνα, έλασμα, φύλλο σιδήρου•
оцинкованное железо φύλλο σιδήρου επιφευδαργυρωμένο.
2. φάρμακο σιδηρούχο•принимать железо παίρνω σιδηρούχο φάρμακο.
3. (παλ.,) δεσμά, αλυσίδες, σίδερα. -
12 наружный
επ.1. εξωτερικός•наружный вид дома η εξωτερική.όψη του σπιτιού•
-ая поверхность η εξωτερική επιφάνεια•
-ое лекарство φάρμακο εξωτερικής χρήσης.
2. μτφ. φαινομενικός, εικονικός, πλαστός προσποιητός•-ое спокойствие φαινομενική ηρεμία.
ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εξωτερικής χρήσης. -
13 потогонный
επ.ιδρωτοποιός, εφιδρωτικός ή εζιδρωτικός•- ое лекарство ή средство εκφορητικό φάρμακο.
ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εκφορητικό. || μτφ. επαχθής, εξαντλητικός•труд δουλειά που πάει ο ιδρώτας ποτάμι.
-
14 рвотный
επ.εμετικός•-ое явление εμετικό σύμπτωμα•
-ое средство εμετικό φάρμακο.
εκφρ.рвотный корень – ιπεκακουάνα, ρίζες της ιπε-κακουανας (ως εμετικό φάρμακο). -
15 сигнатурный
επ.1. της ετικέττας, της επιγραφής (στο φάρμακο)•сигнатурный ярлык η ετικέτα στο φάρμακο.
2. του υποσέλιδου. -
16 снотворный
επ.υπνωτικός, ναρκωτικός•-ое средство υπνωτικό φάρμακο.
|| ως ουσ. ουδ. -ое υπνωτικό φάρμακο. -
17 средство
-а ουδ.1. μέσο, τρόπος• μέτρο•радикальное средство ριζικό μέτρο•
придумать для успешного завершения дела σκέφτομαι τρόπο για πλήρη επιτυχία της υπόθεσης.
2. πλθ. -а τα μέσα•-а производства τα μέσα παραγωγής•
транспортные -а τα μεταφορικά μέσα.
|| φάρμακο•средство от головной боли φάρμακο για τον πονοκέφαλο.
3. πλθ. -а τα προς του ζειν (χρήματα, πόροι ζωής)•-а существования τα μέσα για τη ζωή (ύπαρξη).
|| μτφ. οι δυνατότητες• τα δυνατά. || μτφ. παλ. οι ικανότητες. -
18 гематоген
το αιματοποιητικό (φάρμακο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гематоген
-
19 лекарство
το φάρμακο-енный φαρμακευτικός, ιαματικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лекарство
-
20 микстура
фарм. το σύνθετο φάρμακο/ρόφημα, το σιρόπι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микстура
См. также в других словарях:
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
φάρμακο — το ουσία που επιδρά θεραπευτικά στον οργανισμό ή προφυλάγει από τις ασθένειες, γιατρικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλύριο — Φάρμακο τοπικής χρήσης για τη θεραπεία των ασθενειών των ματιών ή των βλεφάρων. Σήμερα τα ξηρά κ. έχουν καταργηθεί, χρησιμοποιούνται όμως σε μεγάλη έκταση τα υδατικά κ. σε μορφή σταγόνων. Αυτά περιέχουν διαλύματα φαρμακευτικών ουσιών με διάφορα… … Dictionary of Greek
ατόκιο — Φάρμακο που προκαλεί στείρωση στη γυναίκα. Εισάγεται και παραμένει στον κόλπο της μήτρας, παρεμποδίζοντας τη γονιμοποίηση, είτε με την καταστροφή του σπέρματος πριν έλθει σε επαφή με το ωάριο, είτε με αλλοίωση του ωαρίου. * * * το (Α ἀτόκιον) βλ … Dictionary of Greek
ινωδολυτικό — Φάρμακο που βοηθά στη διάλυση θρόμβων αίματος, αυξάνοντας τα επίπεδα της πλασμίνης του αίματος, ουσίας που διαλύει την πρωτεΐνη ινική … Dictionary of Greek
καρδιογλυκωσίδες — Φάρμακο που παράγεται από τα φύλλα του σαραφάνθου. Χορηγείται για την αντιμετώπιση διαταραχών της καρδιακής συχνότητας ή του ρυθμού, για την καρδιακή ανεπάρκεια –σε συνδυασμό με διουρητικά– και για τις περιπτώσεις αδυναμίας του καρδιακού μυός… … Dictionary of Greek
μυδριατικό — Φάρμακο το οποίο όταν ενσταλλάζεται στο μάτι, προκαλεί διαστολή της κόρης … Dictionary of Greek
εμετικός — ή, ό (AM ἐμετικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί εμετό («εμετικό φάρμακο») νεοελλ. 1. αηδιαστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το εμετικό φάρμακο που φέρνει εμετό αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση για έμετο 2. αυτός που παίρνει φάρμακο για έμετο (όπως οι Ρωμαίοι … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
αδρεναλίνη — Σπουδαία ορμόνη που παράγεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε σε καθαρή κατάσταση το 1901 από τον Ιάπωνα Τουκαμίνε. Η α. βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις… … Dictionary of Greek